querelleur - translation to ρωσικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

querelleur - translation to ρωσικά


querelleur      
1. { adj } ({ fém } - querelleuse)
сварливый, придирчивый
humeur querelleuse — сварливость; агрессивность
2. {m} ({f} - querelleuse)
сварливый человек; спорщик [спорщица]
querelleur      
сварливый; вздорный; задиристый; придирчивый ;
un enfant querelleur - задира ;
d'humeur querelleuse - сварливого нрава;
сварливый человек, женщина; задира ; забияка
забияка         
СТРАНИЦА ЗНАЧЕНИЙ В ПРОЕКТЕ ВИКИМЕДИА
м. и ж. разг.
querelleur m , querelleuse ; batailleur m , batailleuse
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για querelleur
1. En réalité, il n‘existe aucune science du ahan querelleur: le tennisman râle comme le b$';cheron ŕ la tâche, le mammif';re en rut, le cambrioleur en fuite.
2. Męme si les r';gles du marigot condamnent sans doute plus souvent les garçons – c‘est ce qu‘il en co$';te d‘appartenir ŕ un genre querelleur.
3. De l‘art du couinement querelleur Intox et paranoïa autour de la Coupe de l‘America SPORT Le Temps I Article BMW s‘offre l‘écurie suisse Sauber FORMULE 1.
4. Les Polonais ont séparé, dimanche, les jumeaux qui transformaient leur pays en un îlot hargneux et querelleur au sein de l‘Union européenne.
5. De celle qui gagne ŕ celle qui charme, jusqu‘ŕ celle qui gagne en charmant: au fil des batailles de chiffonniers, la silhouette est devenue inexorablement menue, le regard métallique, le tennis querelleur.